Η Φωνή της Σιγής
Μην πιστεύεις πως το να κάθεσαι μέσα σε δάση σκοτεινά, σε απομόνωση υπερηφάνειας και χωριστά από τους ανθρώπους, πως το να ζεις με ρίζες κι αγριόχορτα, να σβήνεις τη δίψα με το χιόνι της μεγάλης Οροσειράς, μην πιστεύεις, ω Υποψήφιε, πώς όλο αυτό θα σε οδηγήσει στο σκοπό της τελικής απελευθέρωσης.
Να είσαι υπομονετικός, Υποψήφιε, σαν κάποιος που ούτε την αποτυχία φοβάται, μα που ούτε και την επιτυχία επιθυμεί. Προσήλωσε το βλέμμα της ψυχής σου στο αστέρι του οποίου είσαι η αχτίδα, το φλεγόμενο αστέρι, που λάμπει στα σκοτεινά βάθη της αιώνιας ύπαρξης, στις απέραντες πεδιάδες του αγνώστου.
Να είσαι καρτερικός σαν κάποιος που διαρκεί αιώνια. Οι ίσκιοι ζουν κι εξαφανίζονται. Αυτό που μέσα σου θα ζει παντοτινά, αυτό που μέσα σου «γνωρίζει» γιατί είναι η ίδια «η γνώση», δεν ανήκει σε αυτή τη φευγαλέα ζωή. Είναι ο άνθρωπος που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.
Γλυκοί είναι οι καρποί της ανάπαυσης και της απελευθέρωσης για χάρη του Εαυτού, αλλά γλυκύτεροι είναι οι καρποί του διαρκούς και πικρού χρέους, της θυσίας για χάρη των άλλων, των συνανθρώπων που υποφέρουν.